Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αιμοδόχος — ο (Α αἱμοδόχος, ον) ο αιματοδόχος* … Dictionary of Greek
αἱμοδόχον — αἱμοδόχος masc/fem acc sg αἱμοδόχος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)